- προσγειωμένος
- η , ο[ν]1) совершивший посадку, приземлившийся; 2) эл. заземлённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσγειώνω — Ν [πρόσγειος] 1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη 2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή 3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και… … Dictionary of Greek
προσγειώνομαι — προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)